Άγιωργίτικος

Άγιωργίτικος
ποταμός см. Ασωπός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "Άγιωργίτικος" в других словарях:

  • αγιωργίτικος — η, ο βλ. αγιογιωργίτικος …   Dictionary of Greek

  • αγιογιωργίτικος — και αγιωργίτικος και αϊγιωργίτικος, η, ο [αγιογιωργίτης και αϊγιωργίτης] αυτός που αναφέρεται στον άγιο Γεώργιο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»