Άγιωργίτικος
Смотреть что такое "Άγιωργίτικος" в других словарях:
αγιωργίτικος — η, ο βλ. αγιογιωργίτικος … Dictionary of Greek
αγιογιωργίτικος — και αγιωργίτικος και αϊγιωργίτικος, η, ο [αγιογιωργίτης και αϊγιωργίτης] αυτός που αναφέρεται στον άγιο Γεώργιο … Dictionary of Greek